χρωματοπώλης

χρωματοπώλης
ο, Ν
πωλητής χρωμάτων, βαφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -πώλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρωματοπώλης — ο αυτός που πουλά χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • χρωματοπωλεί — το, Ν κατάστημα πώλησης χρωμάτων, βαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς Συζητήσεων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”